Β. Βράννας, H εξέταση του υπόπτου και του κατηγορουμένου, 2025

Η σημασία της εξέτασης στην εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας, αφενός, τοποθετεί στο επίκεντρό της τα δικαιώματα και τις διαδικαστικές εγγυήσεις του υπόπτου και κατηγορουμένου, αφετέρου, αναδεικνύει την ανάγκη αξιοπιστίας των αποδεικτικών στοιχείων που συνδέονται, μεταξύ άλλων, με τις δηλώσεις (γραπτές ή προφορικές) και τις υπερασπιστικές θέσεις τους κατά τη διάρκειά της.
Αντικείμενο της μονογραφίας αποτελεί η προσέγγιση των εν λόγω δικαιωμάτων και εγγυήσεων στην προδικασία και την κύρια διαδικασία της ποινικής δίκης. Κατά την πορεία της έρευνας, προτάσσεται η ερμηνευτική αξιοποίηση της ΕΣΔΑ και, περαιτέρω, η συναξιολόγησή της με άλλα διεθνή κείμενα και τις θέσεις των οργάνων που τα ερμηνεύουν, σχετικές ευρωπαϊκές Οδηγίες, διατάξεις της ελληνικής έννομης τάξης, ενώ, επιπλέον, εξετάζεται συνδυαστικά η νομολογία τόσο άλλων διεθνών δικαστηρίων/επιτροπών προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και διεθνών ποινικών δικαστηρίων και ελληνικών ή αλλοδαπών δικαιοδοτικών οργάνων. Ακόμη, ειδικό βάρος προσδίδεται στην αφομοίωση των διεθνών προτύπων προστασίας μαζί με τα εγγυητικά πρότυπα του ενωσιακού δικαίου από την ελληνική έννομη τάξη, επιβεβαιώνοντας την καθοριστική συμβολή τους στη μετεξέλιξη του ΚΠΔ.
Η δομική μορφή του έργου συντίθεται, αφενός, από την ανάπτυξη της δογματικής και νομικής θεμελίωσης των δικαιωμάτων/εγγυήσεων, του πεδίου εφαρμογής τους, των επιμέρους πτυχών της παρεχόμενης προστατευτικής εμβέλειάς τους, και, αφετέρου, από την αναζήτηση του αναγκαίου επιπέδου διασφάλισης του εξεταζομένου μέσω της ανάδειξης της δικονομικής θέσης του και της συγκριτικής επισκόπησης και αξιολόγησης προτύπων προστασίας των δικονομικών δικαιωμάτων του, που σχηματοποιούν τον βασικό πυρήνα της διενέργειας της εξέτασής του με όρους δικαιότητας. Ταυτόχρονα, καταγράφονται με λεπτομέρεια ειδικά ζητήματα που άπτονται της εφαρμογής των εν λόγω δικαιωμάτων, πριν ή κατά τη διάρκεια της εξέτασης, ενώ ερευνώνται διεξοδικά η εσωτερική σχέση και οι μεταξύ τους δεσμοί.
Η έκδοση του βιβλίου αποσκοπεί στην παροχή ενός αξιόπιστου επιστημονικού εργαλείου, ικανού να υποστηρίξει την προώθηση της περαιτέρω επιστημονικής έρευνας, αλλά και την απονομή της δικαιοσύνης στην πράξη, σύμφωνα με τα δικαιοκρατικά πρότυπα.
Edition info
Table of contents +-
Πίνακας περιεχομένων
Πρόλογος
Ευχαριστίες
Κυριότερες συντομογραφίες
1. Αφετηρία, αντικείμενο και δομή της μελέτης
1.1. Η θέση του εξεταζομένου στην ποινική διαδικασία
1.1.1. Η ερμηνεία των εννοιών της «κατηγορίας ποινικής φύσης» και του κατηγορουμένου «για ποινικό αδίκημα» του άρθρ. 6 ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ
1.1.1.1. Προσέγγισή τους ως πανομοιότυπων καταστάσεων
1.1.1.2. Οριοθέτησή τους· ερμηνεία τους με τρόπο αυτόνομο
1.1.2. Ο ύποπτος και ο κατηγορούμενος ως διάδικοι στον ΚΠΔ μετά τον Ν. 4620/2019
1.2. Αφετηρίες του προβληματισμού
1.2.1. Διενέργεια της εξέτασης με όρους δικαιότητας
1.2.2. Η επιρροή των προτύπων από εξωτερικά νομικά μέσα στην ερμηνεία της ΕΣΔΑ προς την κατεύθυνση διασφάλισης υψηλότερου βαθμού προστασίας του εξεταζομένου
1.3. Επισκόπηση των κύριων σημείων της έρευνας
2. Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη
2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
2.2. Οι κεντρικοί άξονες του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη
2.2.1. Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του άρθρ. 6 παρ. 1 και του άρθρ. 6 παρ. 2-3 ΕΣΔΑ – ταυτόχρονα: το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης
2.3. Χρονική εμβέλεια της δίκαιης δίκης
2.4. Ο έλεγχος της δικαιότητας της ποινικής διαδικασίας από το ΕΔΔΑ
2.4.1.Πρόταξη της αξιολόγησης του θεσμικού πλαισίου απονομής ποινικής δικαιοσύνης – εξαιρέσεις
2.4.2. Εφαρμογή των απαιτήσεων της δίκαιης δίκης σε όλες ανεξαιρέτως τις ποινικές διαδικασίες
2.4.3. Αξιολόγηση του δίκαιου χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας συνολικά
2.4.4. Επιμέρους κριτήρια ελέγχου
2.5. Οι ειδικές εγγυήσεις του άρθρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ που άπτονται της «εξωτερικής εικόνας» μιας ποινικής διαδικασίας
2.5.1. Η αρχή της δημοσιότητας
2.5.1.1. Η προσέγγιση της αρχής στην ελληνική έννομη τάξη
2.5.1.2. Η επιρροή της λειτουργίας των ΜΜΕ στη θέση του εξεταζομένου και η εμβέλεια της κατοχυρωμένης προστασίας του
2.5.1.2.1. Πτυχές αντιστάθμισης της επιρροής
2.5.1.2.2. Ενδιάμεσα συμπεράσματα
2.5.2. Η ανεξαρτησία του δικαστηρίου
2.5.2.1. Η ανεξαρτησία του δικαστηρίου με σημείο αναφοράς το ελληνικό δικαιϊκό σύστημα
2.5.3. Η αμεροληψία του δικαστηρίου
2.5.3.1. Ειδικά: η υποκειμενική αμεροληψία
2.5.3.2. Κριτήρια διακρίβωσης αντικειμενικής αμεροληψίας
2.5.3.2.1. Ειδικότερη περιπτωσιολογία
2.5.4. Η νόμιμη λειτουργία του δικαστηρίου
2.5.5. Η λογική διάρκεια της δίκης – το δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικαστεί εντός λογικής προθεσμίας
2.5.5.1. Ο προσδιορισμός των χρονικών σημείων εκκίνησης και λήξης της ποινικής διαδικασίας
2.5.5.2. Τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια από το ΕΔΔΑ για την αξιολόγηση της εύλογης χρονικής διάρκειας της δίκης
2.5.5.3. Το ζήτημα της ανάγκης επιτάχυνσης στην ελληνική ποινική δίκη
2.6. Οι μη αναφερόμενες στο άρθρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ αρχές της ισότητας και της «αντιδικίας» ως αναγκαία διασφάλιση μιας δίκαιης ποινικής διαδικασίας
2.6.1. Η αρχή της ισότητας των όπλων
2.6.2. Η αρχή της «αντιδικίας»
3. Το τεκμήριο αθωότητας και η επίδρασή του στη διενεργούμενη εξέταση
3.1. Νομική θεμελίωση του τεκμηρίου αθωότητας
3.2. Ο υποκείμενος σκοπός του τεκμηρίου
3.3. Προστατευτική εμβέλεια του τεκμηρίου
3.3.1. Οι όψεις προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας
3.4. Επιρροή του τεκμηρίου αθωότητας στην κατανομή του βάρους απόδειξης και σημασία του για την εξέταση
3.5. Οι (συνεκτικοί) δεσμοί μεταξύ των δικαιωμάτων σιωπής και μη εξαναγκασμού σε αυτοενοχοποίηση με το τεκμήριο αθωότητας
3.5.1. Αξιολόγηση της (τυχόν) προσβολής του τεκμηρίου λόγω μετατόπισης του βάρους απόδειξης στον κατηγορούμενο
3.5.1.1. John Murray κατά Ηνωμένου Βασιλείου
3.5.1.2. Telfner κατά Αυστρίας
3.5.1.3. Ενδιάμεσα συμπεράσματα – η ενδυνάμωση του δικαιώματος σιωπής υπό το πρίσμα του άρθρ. 104 παρ. 3 ΚΠΔ ως άξονας υπέρβασης των εγγυητικών προτύπων της ΕΣΔΑ και της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/343.
3.6. Η Οδηγία (ΕΕ) 2016/343
3.6.1. Εισαγωγικές επισημάνσεις – η ιδιαιτερότητα της Οδηγίας
3.6.2. Οι ρυθμίσεις της Οδηγίας
3.6.3. Ενσωμάτωση της Οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο – κριτική
3.7. Οι επιμέρους πτυχές του τεκμηρίου αθωότητας που αντικατοπτρίζονται στην εξέταση, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ
3.7.1. Οι δεσμεύσεις των φορέων δημόσιας εξουσίας και ειδικά των δικαστικών λειτουργών που απορρέουν από το άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ
3.7.1.1. Η προστατευτική ισχύς του τεκμηρίου αθωότητας στις περιπτώσεις δηλώσεων που προέρχονται από φορείς κρατικής εξουσίας
3.7.1.2. Η ισχύς του τεκμηρίου μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας
3.7.1.3. Η δεσμευτικότητα του τεκμηρίου ως κριτήριο αξιολόγησης των δηλώσεων που προέρχονται από τις δικαστικές αρχές και της εν γένει συμπεριφοράς που επιδεικνύουν
3.7.1.3.1. Ειδικά: η περίπτωση της κατηγορούσας/εισαγγελικής αρχής
3.7.2. Ο βαθμός δεσμευτικότητας του κανόνα που απορρέει από το τεκμήριο αθωότητας στο πεδίο δράσης των ιδιωτών – ειδικά η περίπτωση των ΜΜΕ
3.7.2.1. Η προβληματική σχετικά με την τριτενέργεια του τεκμηρίου και τα κριτήρια που τίθενται από το ΕΔΔΑ σε σχέση με την παραβίασή του από τα ΜΜΕ
3.7.2.2. Η ισχύς του τεκμηρίου ως μέσου προστασίας της προσωπικότητας του εξεταζομένου από ανεπίτρεπτες επεμβάσεις των μέσων ενημέρωσης σε αυτή
3.7.2.3. Η επιρροή που ασκεί η αποδοχή της τριτενέργειας του τεκμηρίου στην αξιολόγηση της προσβολής του από το ΕΔΔΑ· εφαρμογή των κριτηρίων διακρίβωσης αντικειμενικής αμεροληψίας
3.7.2.4. Οι προβλέψεις που εμπεριέχονται σε κανόνες του εσωτερικού δικαίου ως μέσο ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας του τεκμηρίου έναντι των ΜΜΕ – συγχρόνως η παρεχόμενη προστασία του έναντι άλλων ιδιωτών
3.7.3. Ζητήματα αλληλεπίδρασης της ομολογίας με την προστατευτική ισχύ του τεκμηρίου αθωότητας
3.7.3.1. Το τεκμήριο αθωότητας σε συνοπτικές διαδικασίες όπως αυτές της «ποινικής συνδιαλλαγής» και της «ποινικής διαπραγμάτευσης», όπου η ομολογία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή τους
3.7.3.1.1. Ενδιάμεσο συμπέρασμα: η υποχρέωση καταστροφής του υλικού που αφορά την ομολογία ως εκπλήρωση της υποχρέωσης σεβασμού του τεκμηρίου
3.7.3.1.2. Ακόμη: εξαναγκασμός του κατηγορουμένου να ομολογήσει σε διαδικασίες διαπραγμάτευσης;
3.7.3.2. Η αξιοποίηση της ομολογίας από το δικαιοδοτικό όργανο που εκδίδει απόφαση ανάκλησης αναστολής της ποινής ως συνθήκη παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ
4. Πληροφόρηση της κατηγορίας και προετοιμασία της υπεράσπισης
4.1. Το ισχύον νομικό πλαίσιο
4.2. Δογματική θεμελίωση των δικαιωμάτων
4.3. Το δικαίωμα πληροφόρησης της κατηγορίας
4.3.1. Λεπτομερής πληροφόρηση της κατηγορίας
4.3.2. Πληροφόρηση της κατηγορίας «το συντομότερο δυνατό» – η περίπτωση της εξέτασης
4.3.3. Πληροφόρηση της κατηγορίας «σε γλώσσα που κατανοεί» ο κατηγορούμενος
4.4. Επαρκής χρόνος και αναγκαίες διευκολύνσεις
4.4.1. Ο επαρκής χρόνος
4.4.2. Οι αναγκαίες διευκολύνσεις
4.4.2.1. Νομική συνδρομή και ανεμπόδιστη επικοινωνία με τον συνήγορο υπεράσπισης.
4.4.2.2. Διασφάλιση κατάλληλων συνθηκών και εξέταση
4.4.2.2.1. Ειδικά: η πνευματική διαύγεια του εξεταζομένου ως κριτήριο παραβίασης του άρθρ. 6 παρ. 3 (β) ΕΣΔΑ
4.4.2.3. Επαρκής πρόσβαση στο αποδεικτικό υλικό και δυνατότητα χρήσης σημειώσεων.
5. Το δικαίωμα υπεράσπισης του εξεταζομένου
5.1. Το γενικό περίγραμμα
5.2. Σκοπός της διάταξης του άρθρ. 6 παρ. 3 (γ) ΕΣΔΑ – δογματική νομιμοποίηση του δικαιώματος νομικής συνδρομής
5.3. Η ιδιαίτερη αξία της νομικής συνδρομής για τη διενέργεια δίκαιης εξέτασης
5.4. Οι βασικές διατάξεις και οι αποκλίσεις τους
5.5. Επιπλέον: Οι Οδηγίες 2013/48/ΕΕ και (ΕΕ) 2016/1919 – γενικό πλαίσιο διαμόρφωση τους
5.5.1. Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των όρων τους
5.5.2. Οδηγία 2013/48/ΕΕ
5.5.2.1. Σύντομο ιστορικό διαμόρφωσής της – οι διαστάσεις της συμβολής της στην επαρκή και ικανοποιητική ενίσχυση του δικαιώματος νομικής συνδρομής
5.5.2.2. Οι ρυθμίσεις της Οδηγίας που άπτονται της εξέτασης
5.5.2.2.1. Οι ρυθμίσεις της Οδηγίας σχετικά με το δικαίωμα επικοινωνίας με τον συνήγορο ως συνιστώσα του δικαιώματος πρόσβασης σε αυτόν
5.5.2.2.2. Περιορισμοί κατά την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε συνήγορο
5.5.2.2.3. Παραίτηση από το δικαίωμα
5.5.2.2.4. Η εξασφάλιση αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος (άρθρο 12 Οδηγίας 2013/48/ΕΕ)· κριτική
5.5.2.3. Η ενσωμάτωση των διατάξεων της Οδηγίας που αφορούν την εξέταση στην ελληνική έννομη τάξη
5.5.3. Οδηγία (ΕΕ) 2016/1919
5.5.3.1. Εισαγωγή
5.5.3.2. Η διεύρυνση του προστατευτικού πεδίου της Οδηγίας
5.5.3.3. Στοχεύσεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/1919
5.5.3.4. Προβλέψεις της Οδηγίας σχετικά με την παροχή νομικής βοήθειας, στις οποίες υπάγεται η εξέταση
5.5.3.5. Ενδιάμεσα συμπεράσματα
5.5.3.6. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη
5.6. Δικαίωμα αυτοπρόσωπης υπεράσπισης στο πλαίσιο της διενεργούμενης εξέτασης
5.6.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
5.6.2. Ζητήματα που συνδέονται με τον (μη απόλυτο) χαρακτήρα του δικαιώματος
5.6.2.1. Ολικός αποκλεισμός, με βάση εθνική διάταξη, της δυνατότητας του εξεταζομένου να ασκήσει το δικαίωμα αυτοπρόσωπης υπεράσπισης
5.6.2.1.1. Η απόκλιση ΕΔΔΑ και Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ηνωμένων Εθνών με αφορμή την υπόθεση Correia de Matos κατά Πορτογαλίας
5.6.2.1.1.1. Οι προσφυγές ενώπιον του ΕΔΔΑ
5.6.2.1.1.2. Η Ανακοίνωση ενώπιον της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών
5.6.2.1.1.3. Η ερμηνευτική αξιοποίηση του ΔΣΑΠΔ από το ΕΔΔΑ για την τεκμηρίωση των θέσεών του
5.6.2.1.2. Ενδιάμεσα συμπεράσματα: το υψηλότερο επίπεδο προστασίας του εξεταζομένου, κριτήριο για την επιλογή της ορθότερης προσέγγισης
5.6.3. Τα όρια της «ελεύθερης» έκφρασης στις δηλώσεις και τους ισχυρισμούς του εξεταζομένου κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του άρθρ. 6 παρ. 3 (γ) ΕΣΔΑ – δικαίωμα στο ψεύδος;
5.6.3.1. Οι επιμέρους προβληματικές
5.6.3.2. Η αξιολόγηση των προσφυγών Brandstetter κατά Αυστρίας και Miljević κατά Κροατίας από το ΕΔΔΑ
5.6.3.2.1. Υπόθεση Brandstetter κατά Αυστρίας
5.6.3.2.2. Υπόθεση Miljević κατά Κροατίας
5.6.3.3. Ενδιάμεσα συμπεράσματα
5.7. Πρόσβαση σε συνήγορο με βάση το άρθρο 6 παρ. 3 (γ) ΕΣΔΑ
5.7.1. Το δικαίωμα του υπόπτου/κατηγορουμένου να έχει πρόσβαση σε συνήγορο κατά την εξέταση στην προδικασία
5.7.1.1. Χρονική αφετηρία κατοχύρωσης του δικαιώματος
5.7.1.2. Η αξιολόγηση της παραβίασης του δικαιώματος· το γενικό περίγραμμα
5.7.1.3. Ομολογία και αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις χωρίς τη συνδρομή συνηγόρου
5.7.1.4. Περιορισμοί του δικαιώματος στην προδικασία σύμφωνα με τις αποφάσεις Salduz κατά Τουρκίας, Ibrahim κ.ά. κατά Ηνωμένου Βασιλείου και Beuze κατά Bελγίου, καθώς και τα επίπεδα προστασίας που καθιερώθηκαν με αυτές
5.7.1.4.1. Η υποχώρηση από το επίπεδο προστασίας της απόφασης Salduz κατά Τουρκίας
5.7.1.4.2. Το «τεστ» των δύο σταδίων ως προς τον περιορισμό του δικαιώματος (Ibrahim κ.ά. κατά Ηνωμένου Βασιλείου)
5.7.1.4.3. Απόφαση Beuze κατά Bελγίου
5.7.2. Οι διασφαλιστικές για τον εξεταζόμενο εγγυήσεις του δικαιώματος πρόσβασης σε συνήγορο πριν την εξέτασή του και στη διάρκειά της σύμφωνα με το ΕΔΔΑ και τα σημαντικά διεθνή όργανα
5.7.2.1. Κεντρικοί άξονες του δικαιώματος παρουσίας του συνηγόρου στην εξέταση (κατοχύρωση, χρονική διάρκεια και όροι άσκησής του)
5.7.2.2. Ορισμένες σύντομες σκέψεις για την παρεχόμενη προστασία του δικαιώματος έναντι της (ευρύτερης) αστυνομικής αυθαιρεσίας
5.7.3. Πρόσβαση σε συνήγορο στην κύρια διαδικασία και στην εκδίκαση της έφεσης
5.7.4. Ειδικά: προϋποθέσεις του δικαιώματος σε νομική βοήθεια
5.7.4.1. Η προϋπόθεση της οικονομικής αδυναμίας
5.7.4.2. Η προϋπόθεση του συμφέροντος της δικαιοσύνης
5.7.5. Νομική συνδρομή στον εξεταζόμενο μόνο από δικηγόρο;
5.7.5.1. Η προσέγγιση της προβληματικής από την EEπιτροπήΔΑ, το ΕΔΔΑ και τον ΑΠ – κριτική στην ευρεία ερμηνεία
5.7.5.2. Οι θέσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ηνωμένων Εθνών και του Δια-αμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
5.7.6. Δικαίωμα στην επιλογή συνηγόρου υπεράσπισης
5.7.6.1. Περιορισμοί στο δικαίωμα επιλογής συνηγόρου
5.7.6.2. Περιορισμός στον αριθμό συνηγόρων;
5.7.7. Σύγκρουση απόψεων του προσώπου που εξετάζεται με τον συνήγορό του αναφορικά με τη διεξαγωγή της υπεράσπισης
5.7.7.1. Αφετηρία του προβληματισμού
5.7.7.2. Ειδικά: οι δυναμικές όψεις της σχέσης υπόπτου/κατηγορουμένου και του συνηγόρου του
5.7.7.3. Η θέση που προκρίνεται
5.7.8. (Αν)αποτελεσματική νομική συνδρομή και αντικατάσταση συνηγόρου
5.7.8.1. Εμπιστευτική και επαρκής προσωπική επικοινωνία του εξεταζομένου με τον συνήγορό του
5.7.8.1.1. Η ανάγκη επικοινωνίας στο ίδιο (γεωγραφικά) μέρος· εξαιρέσεις
5.7.8.1.1.1. Ενδιάμεσο συμπέρασμα
5.7.8.1.2. Τα αναγκαία επίπεδα εμπιστευτικότητας της επικοινωνίας· περιορισμοί
5.7.9. Παραίτηση από την πρόσβαση σε συνήγορο
5.7.9.1. Η ανάγκη συνδρομής του προτύπου “knowing and intelligent waiver”
5.7.9.2. Λοιπές προϋποθέσεις σε σχέση με την εγκυρότητα της παραίτησης
5.7.9.2.1. Η περίπτωση των προ(εκ)τυπωμένων εντύπων παραίτησης
5.7.9.2.2. Η εγκυρότητα της παραίτησης υπό αντικειμενικό και υποκειμενικό πρίσμα
6. Το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παρουσίας του εξεταζομένου – συγχρόνως το δικαίωμα εκπροσώπησής του από συνήγορο
6.1. Η νομική θεμελίωση της αυτοπρόσωπης παρουσίας
6.2. Όροι αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος
6.3. Εκδίκαση της υπόθεσης του κατηγορουμένου χωρίς την παρουσία του (in absentia);
6.4. Παραίτηση από το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παρουσίας
6.5. Δικαίωμα εκπροσώπησης από συνήγορο υπεράσπισης
6.6. Ειδικά ζητήματα διενέργειας της εξέτασης του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα του δικαιώματός αυτοπρόσωπης παρουσίας
6.6.1. Περιπτώσεις συμμετοχής του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη με χρήση τεχνολογικών μέσων με αφορμή τις υποθέσεις του ΕΔΔΑ: α) Marcello Viola κατά Ιταλίας, β) Asciutto κατά Ιταλίας, γ) Sakhnovskiy κατά Ρωσίας, δ) Bivolaru κατά Ρουμανίας και ε) Dijkhuizen κατά Ολλανδίας
6.6.1.1. Απόφαση εθνικού δικαστηρίου με την οποία επιτρέπεται η συμμετοχή κατηγορουμένου στην κύρια διαδικασία μόνο μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης
6.6.1.1.1. Marcello Viola κατά Ιταλίας
6.6.1.1.2. Asciutto κατά Ιταλίας
6.6.1.1.3. Sakhnovskiy κατά Ρωσίας
6.6.1.2. Άρνηση του κατηγορουμένου να εξεταστεί μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης [Bivolaru κατά Ρουμανίας (Νo 2)] – συμβατότητα της παράλειψης εξέτασης με το άρθρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ;
6.6.1.3. Απόφαση εθνικού δικαστηρίου που ερμηνεύει την άρνηση συμμετοχής του κατηγορουμένου στη δίκη μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης ως παραίτηση από το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παρουσίας (Dijkhuizen κατά Ολλανδίας)
6.6.1.4. Ενδιάμεσα συμπεράσματα: α) προϋποθέσεις της συμβατότητας της εικονοτηλεδιάσκεψης για την εξέταση του κατηγορουμένου με την ΕΣΔΑ, β) κριτήρια αξιολόγησης της επιλογής του μέσου αυτού από τις εθνικές αρχές έναντι της αυτοπρόσωπης παρουσίας του και γ) ανάγκη νομικής συνδρομής κατά την εφαρμογή της - η χρήση της εικονοτηλεδιάσκεψης στην ελληνική έννομη τάξη
6.6.2. Το δικαίωμα χρήσης σημειώσεων κατά την απολογία ως όρος αποτελεσματικής συμμετοχής στην ποινική δίκη (Pullicino κατά Μάλτας)
6.6.2.1. Ενδιάμεσα συμπεράσματα
6.7. Ζητήματα του δικαιώματος αυτοπρόσωπης παρουσίας με βάση την ελληνική έννομη τάξη
6.7.1. Η σχέση του δικαιώματος εκπροσώπησης από συνήγορο με την απολογία του κατηγορουμένου κατά την ελληνική νομολογία
7. Τα δικαιώματα διερμηνείας και μετάφρασης κατά την εξέταση του υπόπτου και του κατηγορουμένου
7.1. Γενικές πτυχές των δικαιωμάτων
7.2. Υποκείμενος σκοπός
7.3. Νομικές βάσεις των δικαιωμάτων και σύντομη συγκριτική αξιολόγησή τους
7.4. Εμβέλεια και ενεργοποίηση των δικαιωμάτων
7.5. Η έκταση της υποχρέωσης διερμηνείας και μετάφρασης
7.6. Κύρια ποιοτικά χαρακτηριστικά της (ενδεδειγμένης) παροχής διερμηνείας βάσει της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ
7.7. Η διαπίστωση της ανάγκης παροχής διερμηνείας κατά την εξέταση
7.7.1. Η δυσχέρεια αξιολόγησης της ανάγκης γλωσσικής συνδρομής στο πρόσωπο που την αιτείται και κατανοεί σε κάποιο βαθμό τη γλώσσα της διαδικασίας
7.7.2. Τα διαδικαστικά στάδια όπου δύναται να ανακύψει ανάγκη παροχής υπηρεσιών διερμηνείας – περιορισμός του δικαιώματος
7.8. Η συμβολή του συνηγόρου υπεράσπισης στην εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής διερμηνείας σε συσχετισμό με την ευθύνη των κρατικών αρχών
7.8.1. Η σχέση του δικαιώματος σε συνδρομή διερμηνέα με τα δικαιώματα νομικής συνδρομής και νομικής βοήθειας
7.8.2. Οι ειδικότερες υποχρεώσεις του συνηγόρου
7.8.3. Η (κύρια) ευθύνη των κρατικών αρχών
7.8.4. Ζητήματα διασφάλισης της επικοινωνίας συνηγόρου και εξεταζομένου μέσω της διερμηνείας
7.9. Αντίκρουση της απόφασης σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται διερμηνεία (ή μετάφραση)
7.9.1. Το πλαίσιο της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ
7.9.2. Η οριοθέτηση του πεδίου των αντιρρήσεων υπό το πρίσμα του άρθρ. 6 παρ. 3 (ε) ΕΣΔΑ
7.9.3. Περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος παροχής διερμηνείας με αφορμή τις θέσεις σημαντικών διεθνών οργάνων και διεθνών δικαστηρίων
7.10. Η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών διερμηνείας στον εξεταζόμενο
7.10.1. Οι ρυθμίσεις της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ
7.10.2. Η αξιολόγηση της ποιότητας από το ΕΔΔΑ και τις εθνικές αρχές
7.10.2.1. Ενδιάμεσο συμπέρασμα: ανάγκη ενίσχυσης της εκπαίδευσης των διερμηνέων
7.10.3. Προσόντα των διερμηνέων και ποιότητα υπηρεσιών διερμηνείας – επιλογή τους βάσει κριτηρίων;
7.11. Το ζήτημα της εμπιστοσύνης του εξεταζομένου στο πρόσωπο του διερμηνέα – η ποιότητα της επικοινωνίας τους
7.12. Ο κανόνας της παροχής διερμηνείας χωρίς κόστος στον εξεταζόμενο
7.12.1. Εξαιρέσεις από τον δωρεάν χαρακτήρα της διερμηνείας
7.13. Ομολογία και αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις όταν ελλείπει διερμηνέας
7.14. Παραίτηση του εξεταζομένου από την άσκηση του δικαιώματος συνδρομής διερμηνέα ή μεταφραστή
7.15. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν. 4236/2014
7.16. Ζητήματα (α)συμβατότητας της διάταξης του άρθρου 238 παρ. 2 ΚΠΔ με την Οδηγία 2010/64/ΕΕ
7.16.1. Ενδιάμεσο συμπέρασμα: μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 238 παρ. 2 ΚΠΔ μέχρι την κατάργησή της
8. Το δικαίωμα μη εξαναγκασμού σε αυτοενοχοποίηση κατά την εξέταση.
8.1. Εισαγωγικά· έννοια και κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος
8.2. Σε ποιες διαδικασίες έχει ισχύ το δικαίωμα μη εξαναγκασμού σε αυτοενοχοποίηση;
8.3. Ειδικότεροι όροι λειτουργίας του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης σύμφωνα με το ΕΔΔΑ
8.3.1. Κεντρικοί άξονες του δικαιώματος – άρνηση παροχής εγγράφων ή πληροφοριών
8.3.2. Ο γενικός κανόνας: απαγόρευση μετέπειτα αποδεικτικής αξιοποίησης των δηλώσεων που λήφθηκαν με εξαναγκασμό (ή και επιτρεπτά σε διοικητικές διαδικασίες)
8.3.2.1. Το στοιχείο του εξαναγκασμού κατά την απόσπαση (αυτοεπιβαρυντικών ή μη) δηλώσεων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων ως προϋπόθεση ενεργοποίησης του δικαιώματος
8.3.3. Κριτήρια προσβολής του δικαιώματος όταν διαπιστώνεται χρήση σωματικού εξαναγκασμού ή βία
8.3.3.1. Η εμβέλεια προστασίας του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης με βάση το είδος των αναζητούμενων στοιχείων πριν την προσφυγή Jalloh κατά Γερμανίας
8.3.3.2. Η διεύρυνση της εμβέλειας προστασίας του δικαιώματος μετά την απόφαση επί της πρoσφυγής Jalloh κατά Γερμανίας
8.3.4. Ενδιάμεσα συμπεράσματα
8.4. Στοιχεία του δικαιώματος μη εξαναγκασμού σε αυτοενοχοποίηση στην ελληνική έννομη τάξη
8.4.1. Ζητήματα αποδεικτικής αξιοποίησης της κατάθεσης μάρτυρα ο οποίος στη συνέχεια αποκτά την ιδιότητα του κατηγορουμένου
8.4.1.1. Το καθεστώς πριν τον Ν. 4620/2019
8.4.1.2. Η έλλειψη ρητής νομοθετικής ρύθμισης σχετικά με την Ένορκη Διοικητική Εξέταση (ΕΔΕ), την τακτική προανάκριση και την κύρια ανάκριση
8.4.1.3. Η περίπτωση της αξιοποίησης πορισματικών αναφορών της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.)
8.4.1.4. Η θεσμική ενίσχυση του πλαισίου προστασίας του δικαιώματος με τον Ν. 4620/2019
9. Το δικαίωμα σιωπής του εξεταζομένου
9.1. Εισαγωγικά: η στενή σχέση των (διακριτών) δικαιωμάτων σιωπής και μη εξαναγκασμού σε αυτοενοχοποίηση
9.1.1. Ο υποκείμενος σκοπός των δικαιωμάτων
9.1.2. Οι βασικές διατάξεις που (άμεσα ή έμμεσα) κατοχυρώνουν τα δύο δικαιώματα
9.1.3. Ειδικά: η επιλογή του Δικαστηρίου να εντάσσει στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ τα εν λόγω δικαιώματα
9.2. Το κανονιστικό περιεχόμενο και η οριοθέτησή του δικαιώματος σιωπής, όπως προκύπτει από την ειδικότερη σχέση του με το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ
9.2.1. Επιρροή του δικαιώματος σιωπής στην κατανομή του βάρους απόδειξης;
9.2.2. Πεδίο μερικής αλληλοεπικάλυψης των δικαιωμάτων
9.3. Οι προβλέψεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 σε σχέση με τα δικαιώματα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης
9.4. Η ποινικοποίηση της άρνησης κατάθεσης ως συνθήκη παραβίασης του δικαιώματος σιωπής, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ
9.4.1. Επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα σιωπής με βάση διατάξεις εσωτερικού δικαίου που προβλέπουν την υποχρέωση κατάθεσης
9.4.1.1. Η υπόθεση Heaney και McGuiness κατά Ιρλανδίας
9.4.1.2. Η υπόθεση Quinn κατά Ιρλανδίας
9.4.2. Εξαναγκασμός μάρτυρα (και μετέπειτα κατηγορουμένου) να μην σιωπήσει εξαιτίας της υποχρέωσης ορκοδοσίας του;
9.4.2.1. Η υπόθεση Serves κατά Γαλλίας· η θέση της μειοψηφίας
9.4.3. Υποχρέωση εμφάνισης του προσώπου που καλείται να εξεταστεί ή να παράσχει πληροφορίες ενώπιον των αρμόδιων αρχών
9.4.3.1. Η υπόθεση Shannon κατά Ηνωμένου Βασιλείου
9.4.3.2. Η υπόθεση Marttinen κατά Φινλανδίας
9.4.4. Ενδιάμεσα συμπεράσματα – υποχρέωση ενημέρωσης και «προειδοποίηση» του εξεταζομένου: συμβολή τους στη διασφάλιση δίκαιης εξέτασης
9.5. Οι συνθήκες και ο τρόπος διενέργειας της εξέτασης ως όροι παραβίασης του δικαιώματος σιωπής και της απόσπασης (ψευδών) ομολογιών
9.5.1. Παράμετροι πρόκλησης ψευδούς ομολογίας
9.5.2. Ανακριτικές τεχνικές αμφισβητούμενης νομιμότητας
9.5.3. Ειδικά: η απομόνωση και οι συνθήκες κράτησης του εξεταζομένου
9.5.3.1. Η υπόθεση Magee κατά Ηνωμένου Βασιλείου (ομολογία υπό κράτηση χωρίς νομική συνδρομή)
9.6. Χρήση «παραπλανητικών» πρακτικών και ηλεκτρονική καταγραφή ενοχοποιητικών δηλώσεων ως μέσα προσβολής των δικαιωμάτων σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης
9.6.1. Τα κριτήρια παραβίασης των δικαιωμάτων βάσει της απόφασης του ΕΔΔΑ επί της προσφυγής Allan κατά Ηνωμένου Βασιλείου
9.6.1.1. Η συνεκτίμηση της φύσης των δηλώσεων του προσώπου που αυτοενοχοποείται σε συσχετισμό με τις ειδικότερες συνθήκες (: «λειτουργικό ισοδύναμο» εξέτασης)
9.6.1.1.1. Ενδιάμεσα συμπεράσματα
9.6.2. Η (μη) εφαρμογή των ανωτέρω κριτηρίων σε σχέση με την ηχογράφηση δηλώσεων με αφορμή την υπόθεση Bykov κατά Ρωσίας
9.6.2.1. Η θέση της μειοψηφίας
9.7. Η εξαγωγή «δυσμενών συμπερασμάτων» από τη σιωπή του εξεταζομένου
9.7.1. Η υπόθεση John Murray κατά Ηνωμένου Βασιλείου
9.7.1.1. Οι μεταγενέστερες αποφάσεις του ΕΔΔΑ
10. Συμπεράσματα
Πίνακας Βιβλιογραφίας – Αρθρογραφίας
Πίνακας νομολογίας
Ευρετήριο κυριότερων λημμάτων
Content type
Categories
Sakkoulas-Online.gr