Ι. Καμτσίδου, Η επιφύλαξη υπερ του νόμου, 2001
Η μελέτη έχει ως αντικείμενο τη ρήτρα της επιφύλαξης υπέρ του νόμου ως κύριας δικλείδας του συστήματος των συνταγματικών ελευθεριών, δηλαδή την αναζήτηση του νοήματος που προσλαμβάνουν οι παραπομπές του Συντάγματος στον νόμο στη σύγχρονη συνταγματική πράξη. Πραγματικά, σε πολλές περιπτώσεις, το Σύνταγμα συνδέει την απόλαυση των ελευθεριών με τους νόμους, στους οποίους παραπέμπει με διάφορους τρόπους. Η κρατούσα αντίληψη, τόσο στη θεωρία, όσο ιδίως στην νομολογία, χαρακτηρίζει όλες αυτές τις αναφορές ως επιφυλάξεις υπέρ του νόμου και τις εντολές του συντακτικού προς τον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει περιορισμούς στις ελευθερίες. Πρόκειται για μια ερμηνεία που δεν ανταποκρίνεται πλέον στις πρακτικές ανάγκες λειτουργίας του συστήματος των συνταγματικών ελευθεριών ούτε στις θεωρητικές βάσεις του ελληνικού συνταγματικού δικαίου.
Η συνταγματική ιστορία δείχνει εξαρχής ότι στο νεοελληνικό κράτος, η κυριαρχία ανήκε πάντοτε στο λαό που διαρρύθμιζε την άσκηση της με τη θέσπιση Συντάγματος. Το Σύνταγμα, ανάμεσα στα άλλα κατοχύρωνε και το προσωπικό καθεστώς των πολιτών και όλων των προσώπων που βρίσκονταν στην ελληνική επικράτεια. Με τη θέσπιση του ισχύοντος Συντάγματος, τα σχετικά με την ενάσκηση των ατομικών ελευθεριών προβλήματα τίθενται, σταδιακά, στο πολιτικό και νομικό προσκήνιο. Η συνταγματική πραγματικότητα αναδεικνύει τόσο τη σημασία των συνταγματικών ελευθεριών, όσο και σημαντικές δυσχέρειες για την αποτελεσματική απολαυσή τους. Κατ' αρχήν, οι μονοκομματικές και με αίσθηση αυτάρκειας κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες δεν δίστασαν να υιοθετήσουν ρυθμίσεις που σχετικοποιούσαν την προσωπική ή συλλογική αυτονομία, χωρίς να πείθουν ότι εκπληρώνουν ένα σκοπό γενικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά, η συνταγματικότητα νόμων που αφορούσαν στην οικονομική ελευθερία, στην ιδιοκτησία, ή ανέπτυσσαν συνέπειες στην ελευθερία της έκφρασης ή της συνένωσης, αμφισβητήθηκε έντονα και εκδόθηκαν για τα ζητήματα αυτά αντιθετικές δικαστικές αποφάσεις. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η κοινοβουλευτική προέλευση του νόμου δεν διασφαλίζει πάντοτε και ένα ευνοϊκό για τις ελευθερίες περιεχόμενο του και ότι πρέπει να εντοπιστούν τα κριτήρια που θα αποτρέπουν τη νομοθετική αυθαιρεσία.
Το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ενός τίθεται σε αντιπαράθεση με την ελευθερία της έκφρασης, της επιστήμης, ή τη θρησκευτική ελευθερία άλλων μελών του κοινωνικού συνόλου και τα δικαστήρια καλούνται να διαιτησεύσουν τη "σύγκρουση" δύο τυπικά ισότιμων ελευθεριών. Η μελέτη προτείνει μια νέα ταξινόμηση των "επιφυλάξεων" υπέρ του νόμου, ώστε να αναδειχθεί το συγκεκριμένο νόημα που διαθέτει η καθεμία παραπομπή του Συντάγματος στους νόμους και καταγράφει σχετικά καθοδηγητικά κριτήρια για τα κρατικά όργανα και ιδίως τα δικαστήρια.