Β. Αθανασοπούλου, Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης στη θαλάσσια ασφάλιση, 2010


Β. Αθανασοπούλου, Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης στη θαλάσσια ασφάλιση, 2010

Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης προερχόμενη από τον αγγλικό νόμο περί θαλάσσιας ασφάλισης θεωρείται σε διεθνές πλέον επίπεδο κομβική έννοια του ασφαλιστικού δικαίου χαρακτηρίζουσα την ιδιαιτερότητα της ασφαλιστικής σύμβασης. Η διασαφήνισή της οδηγεί σε θεωρητική αντιπαράθεση με την αρχή της καλής πίστης, ενώ παράλληλα θίγει άκρως πρακτικά ζητήματα, καθώς ο αγγλικός νόμος για την θαλάσσια ασφάλιση επιλέγεται, κατά διεθνή συναλλακτική συνήθεια, από τους συμβαλλομένους στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές, με σχετική ρήτρα στους όρους ασφάλισης, ανεξάρτητα του ουσιώδους ή μη συνδέσμου με αυτές.

Το παρόν πόνημα φιλοδοξεί να προσεγγίσει εννοιολογικά την «υπέρτατη καλή πίστη», να την οριοθετήσει ως αυτοτελή αρχή του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και να αποσαφηνίσει τις δογματικές της διαστάσεις σε σχέση με την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή είναι γνωστή στα ευρωπαϊκά ηπειρωτικά δίκαια της ιστορικής παράδοσης των αστικών κωδίκων.

Πληροφορίες έκδοσης

Τίτλος
Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης στη θαλάσσια ασφάλιση
Θεωρητική προσέγγιση σε σχέση με την έννοια της καλής πίστης στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο
© 2010
Συγγραφέας
ISBN
978-960-445-537-9
Σελίδες
XVIII + 314
Τιμή
€ 36,00
Σε απόθεμα

Πίνακας περιεχομένων   +

Πρόλογος.

Συντομογραφίες.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μεθοδολογία της έρευνας

Μέρος Πρώτο

Η αρχή της καλής πίστης στο common law

A΄ Κεφάλαιο

Υπολανθάνουσα παρουσία της αρχής της καλής πίστης στο αγγλικό δίκαιο

των συμβάσεων

Ι. Η αρχή της καλής πίστης κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων - Από την ελευθερία των συμβάσεων στην δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης.

1. Το αίτημα της συμβατικής ελευθερίας συνεπικουρούμενο από την επιταγή της ειλικρίνειας.

α) Η διδασκαλία περί «ανακριβών προσυμβατικών δηλώσεων» (Misrepresentation theorie)

β) Πλάνη (Mistake).

γ) Απειλή (Duress).

2. Το αίτημα της συμβατικής ελευθερίας συνεπικουρούμενο από την επιταγή δίκαιης συμπεριφοράς.

α) Οι «καταπλεονεκτικές συμφωνίες» (unconscionable bargains) και η προστασία του αδυνάτου μέρους

β) Υπέρμετρη επιρροή (Undue influence) και η προστασία της εμπιστοσύνης του αντισυμβαλλομένου

ΙΙ. Η αρχή της καλής πίστης κατά το στάδιο της εκτέλεσης της σύμβασης. Από την ελευθερία των συμβάσεων στην προστασία των ευλόγων προσδοκιών των συμβαλλομένων.

1. Η ελευθερία των συμβάσεων και η αντικειμενική ερμηνεία των συμβατικών όρων.

α) Warranties, conditions, innominate terms.

β) Θεμελιώδεις παραβάσεις (αθετήσεις) της σύμβασης (fundamental breach) και το αίτημα της επιείκειας

2. Η προστασία της εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων ως απόρροια του αιτήματος για δικαιοσύνη και εντιμότητα

α) Waiver, estoppel και το αίτημα προστασίας της εμπιστοσύνης στις σχέσεις των συμβαλλομένων

β) Fiduciary obligations και το αίτημα της εντιμότητας.

Συμπερασματικές κρίσεις

Β΄ Κεφάλαιο

Η αρχή της καλής πίστης ως κανόνας δικαίου και ως μέτρο συμπεριφοράς

στα αγγλοσαξωνικά δίκαια

Ι. Η αρχή της καλής πίστης ως κανόνας δικαίου

1. Ρητές νομοθετικές αναφορές στην αρχή της καλής πίστης.

α) Η αρχή της καλής πίστης ως εννοιολογικά «ετερόφωτος» προσδιορισμός συμπεριφοράς

β) Η αρχή της καλής πίστης ως αυτοδύναμη ρήτρα δικαίου.

αα). Η αρχή της καλής πίστης και η διδασκαλία περί σιωπηρών όρων (implied terms) των συμβάσεων.

ββ). Ο σιωπηρός όρος της καλής πίστης.

2. Η αρχή της καλής πίστης στις Διεθνείς Συμβάσεις

α) Η Σύμβαση της Βιέννης για τις Πωλήσεις Αγαθών: Η αρχή της καλής πίστης ως ερμηνευτικός κανόνας ή ως επιταγή συμπεριφοράς;.

β) UNIDROIT Αρχές: Η αρχή της καλής πίστης ως ερμηνευτικός κανόνας και ως επιταγή συμπεριφοράς

Συμπερασματικές κρίσεις

ΙΙ. Η αρχή της καλής πίστης ως αξιολογικό μέτρο της συμπεριφοράς των συμβαλλομένων98

1. Η αρχή της καλής πίστης ως επιταγή έντιμης συμπεριφοράς

α) Tο υποκειμενικό στοιχείο της εντιμότητας.

αα). H υποχρέωση της αμοιβαίας συνεργασίας των συμβαλλομένων

ββ). H αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς

β) Το αντικειμενικό κριτήριο του μέτρου και της λογικής

αα). Έννοια και περιεχόμενο του όρου reasonable.

(1). Ταύτιση με την καλή πίστη;.

(2). Ταύτιση με το «δέον» στα πλαίσια της σύμβασης;.

(3). Ταύτιση με την αριστοτελική επιείκεια;.

(4). Ο όρος reasonableness ως μέτρο λογικής και κοινωνικής αξιολόγησης

ββ). Νομοθετικές εξειδικεύσεις του «ευλόγου μέτρου».

2. Η αρχή της καλής πίστης ως έκφραση των ευλόγων προσδοκιών των συμβαλλομένων στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο

α) Η θεωρία του αποκλεισμού

β) Η θεωρία των χαμένων προσδοκιών.

γ) Οι εύλογες προσδοκίες των συμβαλλομένων μερών.

δ) Η αρχή της καλής πίστης και οι εύλογες προσδοκίες των συμβαλλομένων

Συμπεράσματα δεύτερου κεφαλαίου.

Συμπεράσματα Πρώτου Μέρους.

Μέρος ΔΕΥΤΕΡΟ

Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης στη θαλάσσια ασφάλιση

A΄ Κεφάλαιο

Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης: Περιεχόμενο και όρια εφαρμογής

Ι. Το προσυμβατικό καθήκον αναγγελίας ως απόρροια της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης

1. Ταύτιση της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης με το προσυμβατικό καθήκον αναγγελίας στην Μ.Ι.Α.

2. Προσυμβατικό καθήκον αναγγελίας στο αγγλικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης.

α) Η υποχρέωση περιγραφής του ασφαλιστικού κινδύνου από τον λήπτη της ασφάλισης

β) Η υποχρέωση πληροφόρησης από τον ασφαλιστή προς τον λήπτη της ασφάλισης

γ) Συνέπειες παραβίασης της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης.

αα). Η σύμβαση της θαλάσσιας ασφάλισης καθίσταται ακυρώσιμη

ββ). Απόρριψη του αιτήματος επιδίκασης αποζημίωσης.

γγ). Δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα ακύρωσης της σύμβασης

3. Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης: Χαρακτηριστικές ιδιομορφίες

α) Η υπέρβαση της αρχής caveat emptor επιβαλλόμενη από την ιδιαιτερότητα της ασφαλιστικής σύμβασης

β) Κύρωση υπερβαίνουσα τον γενικό κανόνα του δικαίου των συμβάσεων

ΙΙ. Το προσυμβατικό καθήκον αναγγελίας ως απόρροια της αρχής της καλής πίστης171

1. Το προσυμβατικό καθήκον αναγγελίας σύμφωνα με τον ελληνικό ασφαλιστικό νόμο.

α) Η υποχρέωση περιγραφής του ασφαλιστικού κινδύνου από τον λήπτη της ασφάλισης

β) Συνέπειες παράβασης του καθήκοντος περιγραφής του ασφαλιστικού κινδύνου

(1) Έλλειψη υπαιτιότητας του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλιστή

(2) Αμέλεια του λήπτη της ασφάλισης.

(3) Δόλος του λήπτη της ασφάλισης.

γ) Υποχρέωση του ασφαλιστή προς παροχή πληροφοριών στο λήπτη της ασφάλισης179

δ) Παράβαση των υποχρεώσεων του ασφαλιστή προς πληροφόρηση

2. Αρχή της υπέρτατης καλής πίστης και αρχή της καλής πίστης στο ασφαλιστικό δίκαιο: Δύο διαφορετικές εννοιολογικές κατηγορίες

α) Η υπέρτατη καλή πίστη ως περιορισμένης ισχύος κανόνας του αγγλικού νόμου της θαλάσσιας ασφάλισης

αα) Το προσυμβατικό καθήκον αναγγελίας ως απόρροια της αρχής της καλής πίστης

ββ) Όρια εφαρμογής της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης.

β) Συνέπειες παράβασης της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης.

Συμπεράσματα πρώτου κεφαλαίου.

Β΄ Κεφάλαιο

Η υπέρτατη καλή πίστη ως μέτρο συμπεριφοράς

Ι. Η υπέρτατη καλή πίστη ως επιταγή έντιμης συμπεριφοράς.

1. Το ύψιστο όριο ειλικρίνειας

α) Η θετική υποχρέωση παροχής πληροφοριών

αα). Έκταση και καθορισμός των υποχρεώσεων αποκάλυψης του λήπτη της ασφάλισης

ββ). Ο μεσίτης ασφαλίσεων

β) Απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων από τον ασφαλιστή.

αα). Αποσιώπηση ενός στοιχείου ή σιωπή του υποχρέου;

ββ). Σιωπή και αποσιώπηση σύμφωνα με την νομολογία.

2. Νομοθετικοί περιορισμοί της υποχρέωσης έντιμης συμπεριφοράς

α) Πληροφορίες που μειώνουν τον ασφαλιστικό κίνδυνο.

β) Πληροφορίες οι οποίες εμπίπτουν στην πραγματική ή τεκμαιρόμενη γνώση του ασφαλιστή

γ) Πληροφορίες από τις οποίες ο ασφαλιστής έχει παραιτηθεί

δ) Πληροφορίες αποτελούσες περιεχόμενο ρητών ή σιωπηρών εγγυήσεων

Συμπερασματικές κρίσεις

ΙΙ. Η υπέρτατη καλή πίστη ως εύλογη προσδοκία εντιμότητας.

1. Ο ουσιαστικός χαρακτήρας των δηλώσεων.

α) Ο αντικειμενικός συνετός ασφαλιστής.

β) Η διαμόρφωση της κρίσης του σώφρονα ασφαλιστή.

αα). Το τεστ της αποφασιστικής επιρροής.

ββ). Το τεστ της απλής επίδρασης.

γγ). Το τεστ του διαφορετικού ή αυξημένου κινδύνου.

δδ). Το τεστ της απλής ή συνεισφέρουσας επίδρασης

γ) Τυπολογία ουσιωδών στοιχείων.

αα). Φυσικός κίνδυνος.

ββ). Ηθικός κίνδυνος.

γγ). Άλλα είδη κινδύνων.

2. Ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αποσιώπησης ή ανακριβούς δήλωσης ουσιωδών στοιχείων και σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης (inducement).

α) Το τεκμήριο αιτιότητας (presumption of inducement).

β) Τεστ ανίχνευσης της αιτιότητας

γ) Νομική θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου της αιτιότητας – Η υπέρτατη καλή πίστη ως εύλογη προσδοκία των συμβαλλομένων μερών

Συμπεράσματα Δευτέρου Μέρους.

Α. Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης δεν αποτελεί ρήτρα δικαίου.

Β. Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης ως αξιολογικό κριτήριο συμπερι-φοράς

Επίλογος.

Τελικά συμπεράσματα: Η υπέρτατη καλή πίστη ως αόριστη νομική έννοια276

1. Ταύτιση με το προσυμβατικό καθήκον αναγγελίας

2. Υπέρτατη καλή πίστη ως επιταγή καλόπιστης συμπεριφοράς.

3. Εννοιολογικός πυρήνας: το ουσιώδες στοιχείο ή περιστατικό.

4. Υπέρτατη καλή πίστη ως κανόνας του ασφαλιστικού δικαίου.

5. Διάσταση της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης από την αρχή της καλής πίστης

Βιβλιογραφία

Αλλοδαπή Νομολογία.

Τύπος περιεχομένου

Κατηγορίες

 
Προσθήκη στο καλάθι Προσθήκη στη λίστα επιθυμητών
 

Σχετικές εκδόσεις

Λ. Ζυγούρος, Η αμοιβή του διασώστη κατά τη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου 1989, 2024
Ερμηνευτική προσέγγιση και ανάλυση της έννοιας της αμοιβής στο δίκαιο της θαλάσσιας αρωγής
Α. Μπεχλιβάνης/Ι. Γκέγκας, Βασική Νομοθεσία Ναυτικού Δικαίου, 2η έκδ., 2024
Η απαραίτητη συλλογή νομοθεσίας για το Ναυτικό Δίκαιο ενημερωμένη με τον ν. 5020/2023
Α. Μπεχλιβάνης, Εγχειρίδιο Ναυτικού Δικαίου, 2023
Μια ευσύνοπτη, συστηματική παρουσίαση των κρισιμότερων θεματικών υπό το πρίσμα του νέου ΚΙΝΔ
Δ. Κιλτίδου, Οι διεθνείς, υπερεθνικές και διεθνικές ρυθμίσεις του χρόνου ναυτικής εργασίας και οι επιπτώσεις του στη ναυτική ασφάλεια, 2021
Σειρά: Σειρά Διεθνών Σπουδών, #8
Νομικά και κοινωνικά ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή του νομικού πλαισίου του χρόνου ναυτικής εργασίας
Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 4η έκδ., 2021
Νέα, εμπλουτισμένη έκδοση του ιδιωτικού ναυτικού δικαίου με έμφαση σε επίκαιρα και κρίσιμα ζητήματα